- νηοψία
- η1. έρευνα που διενεργείται σε καιρό πολέμου από πολεμικό σκάφος μιας εμπόλεμης χώρας σε εμπορικό πλοίο και με την οποία ελέγχεται ο εχθρικός ή μη χαρακτήρας τού σκάφους και τού φορτίου του2. έλεγχος που γίνεται σε πλοία ή αεροπλάνα σε περιπτώσεις επιβολής εμπάργκο δυνάμει αποφάσεων αρμόδιων οργάνων τού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών εναντίον κράτους που παραβιάζει το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο3. (κατ' επέκτ.) έλεγχος που γίνεται από πλοία ενός κράτους σε καιρό ειρήνης σε εμπορικά πλοία μέσα στα όρια τών χωρικών του υδάτων για λόγους τελωνειακούς ή υγειονομικούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -οψία (< ὄψις), πρβλ. νεκρ-οψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].
Dictionary of Greek. 2013.